-
1 λιθη-λογής
λιθη-λογής, ές, von gesammelten Steinen, ἱδρύσιες Ἑρμέω, Crinag. 7 (VI, 253).
-
2 ιδρυσις
1) возведение, сооружение, постройка(ἱερῶν Plat.; πόλεως Plut.)
2) храм, святилище3) изображение, изваяние(Ἑρμέω ἱδρύσιες Anth. - с ῠ)
4) местопребывание, местонахождение, место(οὐκ ἔχειν ἵδρυσιν Plut.)
-
3 ἵδρυσις
A founding, foundation, esp. of temples,ἱερῶν -σεις Pl.R. 427b
, cf.IG22.337 (iv B.C.): abs., Pl.Lg. 909e; ἕ. ξοάνων setting up of statues, D.H.2.18;πόλεως ἵδρυσιν λαμβανούσης Plu.Rom.9
.2 Ἑρμέω ἱδρύσιες statues of Hermes, AP6.253 (Crin.).II settlement, abode, Str.8.7.1, Plu.2.408a: metaph., οὐκ ἔχειν ἵ. ib.651d, etc. [[pron. full] ῠ only in later Poets, AP l.c.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἵδρυσις
См. также в других словарях:
ίδρυση — η (ΑΜ ίδρυσις) [ιδρύω] 1. ανέγερση, οικοδόμηση (α. «ίδρυση σχολείου» β. «ἱερῶν ἱδρύσεις») 2. συγκρότηση, σύσταση («ίδρυση συλλόγου») μσν. αρχ. 1. σταθερότητα 2. το να καταστεί σταθερό κάτι, σταθεροποίηση 3. έδρα επισκόπου, θρόνος επισκόπου (| αρχ … Dictionary of Greek